περιπλανᾶται

περιπλανᾶται
περιπλανάομαι
wander about
pres subj mp 3rd sg
περιπλανάομαι
wander about
pres ind mp 3rd sg
περιπλανάομαι
wander about
pres subj mp 3rd sg
περιπλανάομαι
wander about
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιπλανώμαι — περιπλανῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και περιπλανιέμαι Ν πορεύομαι ή περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένο σκοπό («σαν άδικη κατάρα περιπλανάται μόνος του σκοτάδι στο σκοτάδι», Βαλαωρ.) νεοελλ. 1. χάνω τον δρόμο μου, τον προσανατολισμό μου, παρεκκλίνω… …   Dictionary of Greek

  • πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • νυκτίπλανος — νυκτίπλανος, ον (Α) αυτός που περιπλανάται τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) πλάνος (< πλανῶμαι)] …   Dictionary of Greek

  • νυκτεροφοίτις — νυκτεροφοῑτις, ιδος, ἡ (Α) [νυκτερόφοιτος] (ως προσωνυμία τής Εκάτης) αυτή που περιπλανάται τη νύχτα …   Dictionary of Greek

  • νυκτιπόλος — νυκτιπόλος, ον (Α) 1. (ιδίως για οπαδούς τού Βάκχου) αυτός που περιπλανάται κατά τη διάρκεια τής νύχτας 2. (το αρσ. και το θηλ.) προσωνυμία τής Περσεφόνης, τής Εκάτης, τού Διονύσου και τής Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) +… …   Dictionary of Greek

  • νυκτοδρόμος — και νυκτιδρόμος, ον (Α) αυτός που τρέχει, που περιπλανάται τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + δρόμος. Ο τ. νυκτιδρόμος < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] …   Dictionary of Greek

  • νυκτοπεριπλάνητος — νυκτοπεριπλάνητος, ον (Α) αυτός που περιπλανάται στη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + περιπλανῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • νυκτοπλάνος — ο, η αυτός που τού αρέσει να περιπλανάται στη διάρκεια τής νύχτας, νυκτόβιος, ξενύχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. λαο πλάνος] …   Dictionary of Greek

  • νυχτοκόπος — ο 1. αυτός που περιπλανάται τη νύχτα, νυχτοπόρος 2. ως κύριο όν. Νυχτοκόπος ο πλανήτης Δίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + κόπος (< κόπτω), πρβλ. λαμνο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • οδοιπλανής — ὁδοιπλανής, ές (Μ) (ποιητ. τ.) αυτός που περιπλανάται εδώ και εκεί, ο περιφερόμενος στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νυκτι πλανής. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”